ακροθαλασσιά — η η παραλία, η ακρογιαλιά: Ώρες καθόντουσαν στην ακροθαλασσιά και χάζευαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… … Dictionary of Greek
ακροπελαγιά — η ακροθαλασσιά, γιαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροπέλαγος ο μεταπλασμός σε ιά κατά τα ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, ακρολιμνιά] … Dictionary of Greek
άλιμος — (I) ἄλιμος, ον (Α) [λιμός] αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα. (II) ἅλιμος, ον (Α) [ἅλς] 1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον παραλία, ακροθαλασσιά 3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.)… … Dictionary of Greek
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
ακρογιαλιά — η η άκρη τού γιαλού, παραλία, ακροθαλασσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρογιάλι. ΠΑΡ. ακρογιαλίτης] … Dictionary of Greek
ακροθάλασσα — η η ακροθαλασσιά … Dictionary of Greek
ακροθαλάσσι — και ακροθάλασσο, το η ακροθαλασσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + θαλάσσι] … Dictionary of Greek
ακροθαλασσίτης — ισσα, ικο ο ακρογιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα πρβλ. επίσης Μαύρη Θάλασσα: Μαυροθαλασσίτης] … Dictionary of Greek
ακροθαλασσινός — ή, ό ο ακρογιαλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροθαλασσιά ή ακροθάλασσα] … Dictionary of Greek